-
1 καταρραθυμέω
A to be remiss or idle, X.Mem.3.5.13, D.24.210, PHib. 1.44.4 (iii B.C.), Porph.Abst.2.46, etc.:—also in [voice] Med., Ammon.in Cat.7.12.II trans., neglect, τι Cod.Just.1.2.24.16: also c. gen., Just.Nov.22.45.3.2 lose through negligence, μηδὲν κ. X.HG6.2.39:—[voice] Pass., τὰ κατερραθυμημένα πάλιν ἀναλήψεσθε will recover ground lost through negligence, D.4.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταρραθυμέω
См. также в других словарях:
καταρραθυμώ — καταρραθυμῶ, έω (Α) 1. είμαι εντελώς οκνηρός («καταρραθυμήσαντες ὑστερίζουσι τῶν ἀντιπάλων», Ξεν.) 2. παραμελώ κάτι 3. χάνω κάτι από αμέλεια («τὰ κατερραθυμημένα πάλιν ἀναλήψεσθε», Δημοσθ.) 4. αποχαυνώνω κάποιον («καταρραθυμοῡντος τὴν χεῑρα τοῡ… … Dictionary of Greek